πυροφόρα

πυροφόρα
πῡροφόρα , πυροφόρος
inflammatory missiles
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταπελτικός — και καταπαλτικός, ή, όν (Α) [καταπέλτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καταπέλτη («καταπελτικὰ ὄργανα καὶ βέλη», Πολύβ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) το καταπελτικά ή καταπαλτικά οι καταπέλτες 3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ καταπελτικόν ή… …   Dictionary of Greek

  • πυροφόρος — πυροφόρος, α, ο και πυρφόρος, α, ο αυτός που έχει ή παράγει φωτιά: Πυροφόρα σώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”